- ἀφαιρέτις
- ἀφαιρ-έτις, ιδος, ἡ,A one that takes away,
Μοῖραι ἀ. θνητοῖσιν ἀνάγκης Orph.H.59.18
.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Μοῖραι ἀ. θνητοῖσιν ἀνάγκης Orph.H.59.18
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ἀφαιρέτιδες — ἀφαιρέτις one that takes away fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)